υμνολόγος

υμνολόγος
ο
αυτός που συνθέτει ή ψάλλει ύμνους: Οι υμνολόγοι της ορθόδοξης Εκκλησίας.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ὑμνολόγος — hymn singing masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υμνολόγος — ο, η / ὑμνολόγος, ον, ΝΜΑ αυτός που ψάλλει ή συνθέτει εκκλησιαστικούς, ιδίως, ύμνους νεοελλ. αυτός που απευθύνει ύμνους σε κάποιον, που εξυμνεί, που εγκωμιάζει. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕμνος + λόγος*] …   Dictionary of Greek

  • ὑμνολόγον — ὑμνολόγος hymn singing masc/fem acc sg ὑμνολόγος hymn singing neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑμνολόγου — ὑμνολόγος hymn singing masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑμνολόγους — ὑμνολόγος hymn singing masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑμνολόγων — ὑμνολόγος hymn singing masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • песнословец — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;}  (ὑμνολόγος) певец, песнопевец …   Словарь церковнославянского языка

  • -λόγος — (AM λόγος) β συνθετικό πολλών παροξύτονων ονομάτων και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που δηλώνουν αυτόν που λέει ό,τι δηλώνει το α συνθετικό (αισχρολόγος «αυτός που μιλάει αισχρά», ευφυολόγος «αυτός που λέει έξυπνα αστεία») ή αυτόν που …   Dictionary of Greek

  • υμνηγόρος — ον, αρσ. και ὑμναγόρας, ὁ, Α αυτός που ψάλλει ύμνους, υμνωδός, υμνολόγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕμνος + ηγόρος / αγόρας (< ἀγορεύω), πρβλ. χρησμ ηγόρος, με έκταση λόγω συνθέσεως] …   Dictionary of Greek

  • υμνολογία — η / ὑμνολογία, ΝΜΑ [ὑμνολόγος] νεοελλ. 1. εγκωμιασμός με ύμνους 2. μελέτη που ασχολείται με τους εκκλησιαστικούς ύμνους 3. δοξολογία 4. εκκλ. το μάθημα τής θεολογίας το οποίο εξετάζει την ιστορία τής εκκλησιαστικής υμνογραφίας, καθώς και τη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”